Νερόμυλος (Θρύλος και Ιστορία) - Αντώνιος Κατσιγιάννης

Νερόμυλος (Θρύλος και Ιστορία) - Αντώνιος Κατσιγιάννης Νερόμυλος (Θρύλος και Ιστορία) - Αντώνιος Κατσιγιάννης

Νερόμυλοι

Μέχρι πριν από είκοσι μόλις χρόνια, δεκάδες ήταν οι νερόμυλοι που λειτουργούσαν σε όλους τους ποταμούς της Ελλάδας.

Οι νερόμυλοι άρχισαν να υπολειτουργούν από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν άρχισε να διαλύεται ο κοινωνικός και οικονομικός ιστός της ελληνικής περιφέρειας. Ο αμαξιτός δρόμος και ο εξηλεκτρισμός, αν και ήταν στοιχεία που δυναμικά επηρέασαν την μεταπολεμική ελληνική κοινωνία, δεν ήταν όμως εκείνα που έσβησαν τους νερόμυλους. Οι κύριες αιτίες ήταν η εγκατάλειψη της υπαίθρου που είχε ως συνέπεια τη μείωση, μέχρι την οριστική εξαφάνιση σήμερα των παραδοσιακών καλλιεργειών στα ημιορεινά εδάφη της χώρας και τη μείωση της κτηνοτροφίας, καθώς και την εξαφάνιση των κλασικών υποζυγίων από την ύπαιθρο.

Οι περισσότεροι νερόμυλοι εγκαταλείφθηκαν απ’ τη δεκαετία του 1950. Το υδάτινο περιβάλλον κι η ανθρώπινη επέμβαση ή αδιαφορία γρήγορα τους εξαφανίζουν.

Λόγω της μακρόχρονης χρήσης του νερόμυλου μέσα στους αιώνες, είναι φυσικό να έχουν πλαστεί πολλές φανταστικές ιστορίες και θρύλοι για αυτόν. Ο λαός πίστευε ότι στο μύλο κατοικούσαν διάβολοι, ξωτικά, καλικάντζαροι και κάθε λογής δαιμονικά.

Ο νερόμυλος χρησιμεύει για την άλεση των σιτηρών όπως καλαμπόκι, σιτάρι και την παραγωγή αλεύρου.

Τα παλαιότερα χρόνια, σε κάθε ποτάμι, σε κάθε χωριό της Ελληνικής υπαίθρου υπήρχε κι ένας νερόμυλος. Μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους καταγράφηκαν 6.000 περίπου νερόμυλοι , εκ των οποίων οι 5.500 περίπου ήταν Τουρκικοί. Αυτοί περιήλθαν στο Ελληνικό δημόσιο που τους νοίκιαζε ή τους πλειοδοτούσε σε ιδιώτες. Το επάγγελμα του μυλωνά ήταν ένα από τα πιο πρόσφορα εκείνης της εποχής. Οι συναλλαγές μαζί του δεν γινόταν πάντα με χρήματα, πολλές φορές γινόταν ανταλλαγή προϊόντων, συνηθέστερη όμως ήταν η ποσοστιαία συναλλαγή. Δηλαδή η αμοιβή του μυλωνά καθοριζόταν με ένα ποσοστό επί της ποσότητας του αλεύρου που θα παρήγαγε. Το ποσοστό αυτό άρχιζε από 3% έως 5%, όπου υπήρχε μεγάλη παραγωγή και έφτανε στο 10% έως 12%, όπου οι μύλοι δούλευαν λίγο. Από το αλεύρι αυτό οι μυλωνάδες κάλυπταν τους οικογενειακές ανάγκες τους και το υπόλοιπο το πουλούσαν σε ακτήμονες χωρικούς. Η πελατειακή κίνηση ήταν ιδιαίτερα αυξημένη κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μετά το τέλος του θερισμού. Οι μυλωνάδες τότε έφταναν σε σημείο να εργάζονται νυχθημερόν.

Η κατασκευή των νερόμυλων ποικίλει ανάλογα με την τοπική αρχιτεκτονική. Οι περισσότεροι ήταν λιθόκτιστοι με ορθογώνιο σχήμα και σκεπή καλυμμένη από κεραμίδια ή σχιστόλιθους. Υπήρχε τουλάχιστον ένα παράθυρο, συνήθως απέναντι από τις μυλόπετρες, για να βλέπει ο μυλωνάς καθώς τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές λυχνίες. Χτιζόταν πάντα στις άκρες των ποταμών και σε σημείο που να προστατεύεται από τις πλημμύρες. Η λειτουργία ενός νερόμυλου είναι σχετικά απλή και βασίζεται σε μια σειρά μεταδιδόμενων κινήσεων. Το νερό διοχετεύεται στο νερόμυλο από το βαράρι με ορμή και δίνει ώθηση στη φτερωτή. Αυτή καθώς γυρίζει δίνει κίνηση σε ένα άξονα, ο οποίος με την σειρά του γυρνά την μυλόπετρα.

Ο εξοπλισμός του νερόμυλου βασίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο αφορά την διοχέτευση του νερού στο μύλο και αποτελείται από το μυλαύλακο, το βαράρι και το σιφούνι, το δεύτερο είναι το κινητικό μέρος του μύλου που αποτελείται από τη φτερωτή, τον άξονα και τα εξαρτήματά τους και τέλος το αλεστικό μέρος που περιλαμβάνει τις μυλόπετρες, τη σκαφίδα, την αλευροθήκη και άλλα βοηθητικά εξαρτήματα. Τέλος υπάρχουν κάποια συστήματα στήριξης, λοιπά εργαλεία και εξαρτήματα των οποίων οι ονομασίες ποικίλουν ανά περιοχή.

Ο μυλωνάς έπρεπε να ξέρει να επισκευάζει ή να αντικαθιστά συνεχώς τα ξύλινα εξαρτήματα και τα εργαλεία. Το φαινομενικά απλό αυτό σύστημα για να κινηθεί ήθελε δεκάδες ξύλινες σφήνες, καρφιά και σανίδια. Oλα αυτά έπρεπε να τα κατασκευάσει μόνος του και μόνος του να τα τοποθετήσει. Την ίδια φροντίδα ήθελαν και τα μυλολίθια. Οι στρογγυλές αυτές πελεκημένες πέτρες ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή να μην ανάψουν από την κίνηση. Φροντίδα ήθελε και η ροή του νερού. Δεν έπρεπε να πέσει ούτε μια σταγόνα στο άλεσμα γιατί θα καταστρέφονταν.

Εκτός από τη μηχανή, φροντίδα ήθελε και το κτίριο το οποίο διαρκώς υπέφερε από την υγρασία και τις ρίζες των πλατάνων. Οι μύλοι ήταν συνήθως μικρά πέτρινα η ξύλινα κτίρια σκεπασμένα με πέτρες ή τσίγκους και εκτός από τον κυρίως χώρο όπου λειτουργούσε η μηχανή, δίπλα του ήταν χτισμένα διάφορα κτίρια για την αποθήκευση του καρπού, τη διαμονή των ανθρώπων και τον σταβλισμό των ζώων. Oλα αυτά ήταν στη φροντίδα του μυλωνά και περισσότερο απ' όλα ήταν η φροντίδα της κάναλης, του μεγαλειώδους αυτού ξύλινου σωλήνα που οδηγούσε το νερό στη φτερωτή. Η κάναλη ήταν το πιο λεπτό εξάρτημα του μύλου και ήθελε ιδιαίτερη προσοχή γιατί η επισκευή της απαιτούσε ιδιαίτερο κόστος και πολύ κόπο.

Μυλωνάδες

Ο νερόμυλος είχε συνδεθεί άμεσα με την κοινωνική ζωή κάθε περιοχής, αφού ήταν ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων. Συνήθως οι μυλωνάδες ζούσαν μέσα στους μύλους που τους ανήκαν και επικοινωνούσαν όχι μόνο με τους συγχωριανούς τους, αλλά και με κατοίκους κοντινών χωριών. Έτσι η κάθε μέρα από τη ζωή τους, περνούσε μέσα στη φασαρία από τους ανθρώπους, τα ζώα και το μύλο. Στο νερόμυλο μαθαίνονταν όλα τα νέα της γύρω περιοχής γι’ αυτό και ο μύλος έμοιαζε με παζάρι και λαϊκό πανηγύρι. Όποιος πήγαινε για άλεσμα αντάλλασσε νέα και σχολίαζε ότι συνέβαινε στην περιοχή. Η επιβεβαίωση για κάθε είδηση γινόταν από το μυλωνά ή την οικογένειά του και από τις φράσεις «το είπε ο τάδε στο μύλο», ή «το άκουσα στο μύλο», έμεινε και η έκφραση «στο μύλο και στο παζάρι».

Επίκεντρο των συζητήσεων ήταν θέματα οικονομικά, κοινωνικά, θέματα που αφορούσαν τις ασχολίες της τότε εποχής, αλλά και διάφορα κουτσομπολιά. Γι’ αυτό πολλές φορές στο μύλο κλείνονταν συμφωνίες για αγοραπωλησίες και πολλές φορές ακόμη και συνοικέσια. Οι μυλωνάδες αν και φτωχοί, τις περισσότερες φορές έκαναν τραπέζι σε περαστικούς και πελάτες. Το χειμώνα κυρίως ο κρυωμένος κυνηγός και ο διαβάτης θα έβρισκαν φωτιά, ψωμί, ξαποστασιά και λίγη κουβέντα. Και ο μυλωνάς άλλο που δεν ήθελε. Είχε την πόρτα πάντα ανοιχτή. Φασολάδα, τουρσιά, πίτες και λαχανικά από τον κήπο συνοδεύονταν με τσίπουρο και κρασί.

Οι μυλωνάδες δούλευαν απ’ το πρωί ως το βράδυ και για να ζήσουν κρατούσαν από κάθε φορτίο ένα μέρος, ανάλογα με το βάρος του. Αυτό λεγόταν «ξαγάρι» ή «ξάι». Οι μυλωνάδες ήταν συνδεδεμένοι με την καθημερινή και κοινωνική ζωή του χωριού τους. Πολλές παροιμίες, ήθη και έθιμα και διάφορες ιστορίες έχουν γραφτεί γύρω από τους μύλους και τους μυλωνάδες.Τέλος οι μυλωνάδες με τον καιρό εξαφανίστηκαν. Η ζωή τους έχει μείνει σήμερα μόνο στις αναμνήσεις και στις διηγήσεις καθώς ελάχιστοι έχουν απομείνει στον ελληνικό χώρο. Οι πλεονέχτες, αχόρταγοι μα πάντα καλόκαρδοι και φιλόξενοι μυλωνάδες, δεν υπάρχουν πια, αλλά εμείς θα θυμόμαστε πάντα τη ζωή τους.

Ο Μύλος ήταν συνήθως και σπίτι του μυλωνά και αποτελούσε οικογενειακή επιχείρηση. Σε μια γωνιά στο εσωτερικό του περίμεναν οι πελάτες. Εκεί γίνονταν όλες οι συναλλαγές, παράδοση, παραλαβή αλευριού, ζύγισμα και αποθήκευση. Ο μυλωνάς παρελάμβανε το σιτάρι από τους πελάτες, το ζύγιαζε και κρατούσε ένα μέρος του για καθριζόταν στο 3% έως 10% χωρίς να υπολογίζεται η φύρα, αιτία συχνών διενέξεων μεταξύ πελάτη και μυλωνά. Από το σιτάρι ο Μυλωνάς κάλυπτε της ανάγκες του.

Ο μυλωνάς είχε έντονη κοινωνική ζωή, γιατί ερχόταν σε επαφή με όλους τους κατοίκους των γύρω χωριών. Ο Μύλος ήταν χώρος συναντήσεων, όπου περίμεναν με τις ώρες τη σειρά τους κουβεντιάζοντας. Αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης, διάδοσης των νέων και ειδήσεων της περιοχής. Η αυλές των νερόμυλων γέμιζαν από ανθρώπους και φορτωμένα άλογα και μουλάρια. Όταν υπήρχε πολλή πελατεία και δεν προλάβαινε ο μύλος να τα αλέσει όλα την ίδια μέρα, τότε ο μυλωνάς φρόντιζε να φιλοξενήσει τους πελάτες του, γιατί οι αποστάσεις εκείνα τα χρόνια δεν καλύπτονταν εύκολα με τα ζώα. Ο Νερόμυλος διέθετε βοηθητικούς χώρους όπου κοιμούνταν οι άνθρωποι και ένα στάβλο για τα ζώα τους. Συνήθως όμως οι πελάτες άφηναν το άλεσμα και το έπαιρναν άλλη μέρα. Πηγή: http://7gym-laris.lar.sch.gr, www.ftiaxno.gr/

Αντώνιος Κατσιγιάννης – Ο Θρυλικός Μυλωνάς της Ορεινής Ναυπακτίας

Μεγάλη μορφή, δυνατή προσωπικότητα. Ο άνθρωπος ήταν από μόνος του ένα Πανεπιστήμιο.

Ιδανικά του η οικογένεια, η παιδεία, η εργατικότητα και η θρησκεία. Μα πάνω από όλα η Ελλάδα.

Σε πολύ δύσκολους καιρούς, πόλεμοι, φτώχεια, κατοχή, βοήθησε όσο κανείς άλλος τους συνανθρώπους του. Στην τοπική κοινωνία «ΑΡΧΗΓΟΣ».

Παντρεμένος με την πανέξυπνη και γοητευτική «Γεωργούλα» απέκτησαν πέντε παιδιά, (στην φωτογραφία από δεξιά προς αριστερά) τον Κώστα, την Αντιγόνη, την Μαλάμω, τον Θανάση και τον Γιώργο και πολλά εγγόνια και δισέγγονα. Όλοι τους ιδιαίτερα επιτυχημένοι στη ζωή τους.

Ο κος Νικόλαος Απ. Παραλίκας στο βιβλίο του «Τα νεροκίνητα και ιπποκίνητα εργαστήρια της Ναυπακτίας» αναφέρει για τον Αντώνιο Κατσιγιάννη:

Στη Μηλιά υπήρχαν δύο νεροκίνητοι αλευρόμυλοι.' Ήταν «ο απάνω μύλος» και «ο κάτω μύλος». Ο απάνω μύλος είχε και νεροτριβή.

Και οι δύο ήταν της εκκλησίας του χωριού και τους νοίκιαζε ο Μηλιώτης Αντώνης Κατσιγιάννης, που θεωρείται ο αρχιμυλωνάς της Ναυπακτίας, αφού, με τη βοήθεια της εργατικής συζύγου του Γεωργούλας και του άξιου γιου του Κώστα, νοίκιαζε και λειτουργούσε - πολλές φορές συγχρόνως- μύλους και σε άλλα χωριά. όπως στη Χόμορη.

Στη Χόμορη λειτουργούσαν τέσσερις νεροκίνητοι αλευρόμυλοι: ο Καρυπέiκος και ο Κοτινέiκος, που ήταν μέσα στο χωριό και λειτουργούσαν μόνο το χειμώνά με νερό από τη «Μεγάλη βράση», και ενισχυόταν και από του «Τσαμπά τη βρύση». Οι άλλοι δύο που είχαν μαντάνια και νεροτριβή, ήταν ο Λυμπερέικος και ο Πατουχέικος, που βρίσκονταν κάπως μακριά, στο ποτάμι τον Κώτσαλο, από τον οποίο έπαιρναν νερό και δούλευαν όλο το χρόνο.

Τον Πατουχέικο τον ενοικίαζε ο Μηλιώτης μυλωνάς Αντώνης Κατσιγιάννης.

Η μελέτη Γιαννακοπούλου αναφέρει έναν μύλο ιδιοκτησίας της Μονής Καβαδιώτισσας, με χρόνο λειτουργίας το 18ο-19ο αιώνα.

Ο Μύλος της ιστορικής Μηλιάς

Άρθρο του Γεωργίου Α. Κατσιγιάννη (Απόσπασμα από το ημερολόγιο του συλλόγου Μηλιωτών της Αμερικής)

Ο ιστορικός νερόμυλος της ΜηλιάςΠολλοί λόγιοι, πολλοί ποιητές έχουν γράψει για τον Μύλο και το επάγγελμα του Μυλωνά. 0 λόγος που με κάνει να γράψω εγώ για τον «Μυλωνά» είναι διότι κατάγομαι από οικογένεια Μυλωνά.

Πολλοί ήταν οι θρύλοι γύρω από το επάγγελμα αυτό. θα προσπαθήσω επιστρατεύοντας τις δικές μου αναμνήσεις καθώς και διηγήσεις άλλων να σας δώσω μία καλή σκιαγράφηση του επαγγέλματος αυτού.

Το ψωμί που τόσο εύκολα βρίσκουμε σήμερα, τον καιρό εκείνο για να το αποκτήσεις ήταν μία διαδικασία που κράταγε έναν ολόκληρο χρόνο. Η διαδικασία αυτή περιλάμβανε την σπορά, το θερισμό, το αλώνισμα και τέλος το άλεσμα. Κάθε στάδιο είχε το δικό του κόπο, το δικό του μόχθο άλλά και την ξεχωριστή δική του γοητεία.

Το σιτάρι, το καλαμπόκι, το κριθάρι για να γίνουν αλεύρι έπρεπε να περάσουν από το Μήλο. Από εδώ αρχίζουν οι σκοτούρες του Μυλωνά, διότι οι τότε μύλοι δεν ήταν σαν τους σημερινούς ηλεκτροκίνητους, αλλά νερόμυλοι. Ο Μυλωνάς έπρεπε με το φτυάρι στον ώμο, τα παντελόνια μέχρι το γόνατο, να φτιάχνει την σπασμένη «δέση» για να εξασφαλίζει την κινητήριο δύναμη του μύλου, το νερό. Το εργοστάσιο δε αυτό - της εποχής εκείνης – αποτελούταν από την «καλάνη», τις δυο «μυλόπετρες», το «κοφίνι», την «αλευροθήκη» και την «φτερωτή».

Υπήρχαν αρκετοί μύλοι την εποχή εκείνη άλλά ο πιο ονομαστός ήταν εκείνος της Mηλιάς ο οποίος σώζεται και σήμερα. Ο Μύλος αυτός, ο «κολοσυρτιάνικος» όπως τον ονόμαζαν τότε, δεν εξυπηρετούσε μόνον τους Μηλιώτες, αλλά και τους Χομορίτες, τους Ποκιστιάνους, τους Αγιο Τριαδιώτες, τους Πλατανιώτες, τους Δορβιτσιώτες, τους Στρανομίτες, τους Αρτοτιβιάνους και γενικά λόγω του καλού ονόματός του, όλα τα γύρω χωριά.

Ιδιότυπος ο τρόπος πληρωμής του Μυλωνά, είδος με είδος. Δύο «ξάια» στο φόρτωμα ή και περισσότερα ανάλογα πολλές φορές και στο χαρακτήρα τον Μυλωνά, που πολλές φορές σοφιζόταν πολλά κόλπα για να πάρει περισσότερα. Άλλωστε το στατέρι του δεν ζύγιζε καλά και πολλές φορές έμεινε πολύ αλεύρι στη «γύρα».

Το άλεσμα ήταν μία από τις ωραίες εκδηλώσεις του χωριού. Πολύ πρωί, βαθιά χαράματα, δύο τρεις ή και περισσότερες γυναίκες φόρτωναν τα γαϊδουράκια τους - όσες είχαν – όσες δεν είχαν φορτώνονταν στην πλάτη τους το άλεσμα και γρήγορα για να προλάβουν τα άλλα χωριά πήγαιναν στο μύλο. Στο μύλο κάθονταν στο τζάκι του Μυλωνά, έπλεκαν, κεντούσαν και άκουγαν τις ιστορίες του πάντοτε καλοκάγαθου Μυλωνά. 'Ιστορίες για στοιχειά, για ζούδια, για φωτιές και για φαντάσματα.

Τα παιδιά της πόλης βλέποντας ένα Μυλωνά, θα τον πέρναγαν για τον Άγιο Βασίλη. Κάτασπρος καθώς ανακατεύεται με το αλεύρι, κάτασπρα τα μαλλιά του, τα φρύδια του, τα ρούχα του, σωστός Άγιος Βασίλης, αλλά όχι για τα παιδιά, αλλά για τα χωριά της περιοχής. Θυμάμαι μερικά «ονόματα» μυλωνάδων της εποχής της δικής μου, αλλά και παλαιοτέρων από αφηγήσεις άλλων. Όπως ο Κων/νος Κατσιγιάννης, με το παρατσούκλι «Σαλακός», πού ήταν και ο πρώτος Μυλωνάς του μύλου της Μηλιάς. Ο Μήτσος Κατσιγιάννης, ο Σπύρος Κατσιγιάννης, ο Μήτσος Χριστόπουλος καθώς και μερικών μεταγενεστέρων όπως ο 'Αντώνης Κατσιγιάννης - πατέρας του Προέδρου του Συλλόγου – ο Ηλίας ο Ζιαμπάρας, ο Κώστας Ζιαμπάρας ή «Τσαλάκης», ο «Μχαλόργος» καθώς και τον Πρόεδρο του Συλλόγου, αδελφό μου Αθανάσιο Κατσιγιάννη, που το πρώτο του επάγγελμα ήταν Μυλωνάς.

Αξίζει νομίζω να σας αναφέρω τον τρόπο που συντηρεί το μύλο του ο Μυλωνάς. Αλήθεια πολύ δύσκολος και επικίνδυνος. Με δύο μεγάλα ξύλα και τα δύο του πόδια για αντιστήριγμα αναποδογυρίζει τις θεόρατες μυλόπετρες για να τις «χαράξει» να ανοίξει καινούργιες αιχμές για να κόβουν το σιτάρι και το καλαμπόκι - παρ' όλη την κούρασή τους δεν τους λείπουν τα αστεία και τα παιχνίδια τους. Θα σας αναφέρω ένα από τα χωρατά αυτά που έκανε ο αδελφός μου Θανάσης Κατσιγιάννης κατά την διάρκεια της θητείας του ως Μυλωνάς. Μια μικρή κοπέλα πλησίασε το κασόνι με το αλεύρι και προσπαθούσε να καταλάβει τον τρόπο λειτουργίας του μύλου. Την πλησίασε ο Μυλωνάς, γέμισε την χούφτα του με ζεστό αλεύρι και της είπε : «Είδες πώς μυρίζει;» 'Έσκυψε να το μυρίσει και το αλεύρι της γέμισε τα ρουθούνια της.

Μηλιά ΝαυπακτίαςΟ Μύλος της Μηλιάς σώζεται ακόμη αλλά δεν λειτουργεί διότι ο πολιτισμός αφ' ενός και η μετανάστευση αφ’ ετέρου συντέλεσαν ώστε να μην είναι πλέον τόσο αναγκαίο.

Και όμως παρ' όλη την πάροδο του χρόνου και την πρόοδο του πολιτισμού ο θρυλικός μύλος τής Ιστορικής Μηλιάς παραμένει εκεί σαν ένα σημάδι εργατικότητας και εξυπηρετήσεως της περιοχής επί δυο εκατονταετηρίδες.

Σήμερα δε, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη σταθμός τουριστικής επιδείξεως, δείγμα γραφικότητας και εργατικότητας της Ελληνικής φυλής.

P.S. Ένα μικρό αφιέρωμα στην "μεγάλη και ιστορική" οικογένεια των Κατσιγιαννέων και ιδιαίτερα στους λατρευτούς μου Παππού Αντώνη, γιαγιά Γεωργία και μητέρα μου Αντιγόνη.

Ευχαριστώ πολύ τον θείο μου Γιώργο για το υλικό που μου έδωσε.

Last modified onΚυριακή, 29 Νοεμβρίου 2020 18:23

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.

back to top